- δίυγρα
- δίυγροςwashed outneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζύγρα — ζύγρα, ἡ (Μ) (διαλεκτ. τ. αντί διύγρα, ενν. χώρα) ελώδης γη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζύγρα αντί διύγρα στον Ευστάθιο (βλ. ζα = διά)] … Dictionary of Greek